- καρπώνης
- καρπώνης, ὁ (Α)ο αγοραστής καρπών, ο έμπορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ-ώνης, τελ-ώνης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπώνης — buyer of fruit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπώνῃ — καρπώνης buyer of fruit masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπωνία — καρπωνία, ἡ (Α) [καρπώνης] η αγορά καρπών από έμπορο … Dictionary of Greek
καρπωνώ — καρπωνῶ, έω (Α) [καρπώνης] αγοράζω καρπούς για να τούς εμπορευθώ … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek